ρεκλάμα

ρεκλάμα
η, Ν
1. διαφήμιση
2. επίδειξη ανύπαρκτων προσόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. reclame < ρ. reclamer «απαιτώ, επικαλούμαι» (< λατ. reclamo «αντιλέγω, αντηχώ»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ρεκλάμα — η (λ. γαλλ.), διαφήμιση, επίδειξη: Νομίζει πως θα γίνει γνωστός με τη ρεκλάμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρεκλαμάρω — Ν [ρεκλάμα] κάνω ρεκλάμα ή ρεκλαμάρισμα, διαφημίζω …   Dictionary of Greek

  • διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • ρεκλαμαδόρος — ο, Ν αυτός που επιδεικνύει τα υπαρκτά και ανύπαρκτα χαρίσματα και προσόντα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεκλάμα + κατάλ. δόρος (πρβλ. τζογα δόρος)] …   Dictionary of Greek

  • ρεκλαμαρίζω — Ν [ρεκλάμα] διαφημίζω ανύπαρκτα προσόντα …   Dictionary of Greek

  • ρεκλαματζής — ο, θηλ. ρεκλαματζού, Ν ο ρεκλαμαδόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεκλάμα + κατά. τζής (πρβλ. πλακα τζής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”